Βότκα Μολότοφ, της Ελένης Ράντου. Εκρηκτικά νιάτα επί σκηνής




Ο Αμερικανός συγγραφέας Νηλ Σάιμον, ανέλαβε να θεατροποιήσει μια σειρά από διηγήματα του Ρώσου συγγραφέα Αντόν Π. Τσέχωφ, με ενιαίο τίτλο "The Good Doctor", 
από τα οποία και επέλεξε η "δική μας" Ελένη Ράντου για να μεταφράσει, να διασκευάσει, να εμπλουτίσει και να οριστικοποιήσει αυτή τη θεατρική απόπειρα με τον έξυπνο τίτλο Βότκα Μολότοφ, που ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα του 1994-95 στο θέατρο Ιλίσια και εκτόξευσε τη φήμη του με τη δική της σφραγίδα στο εγχώριο θέατρο.

Ο σκηνοθέτης της σημερινής παράστασης, Νικορέστης Χανιωτάκης, φέρνει επί σκηνής την τελική εκδοχή της Ράντου χωρίς να παραβλέπει την αδιαπραγμάτευτα σημαντική συμβολή των Τσέχωφ και Σάιμον, εξάπτοντας τη θεατρική περιέργεια για μια "διεθνής" κωμωδία, γραμμένη ουσιαστικά από τρεις συγγραφείς διαφορετικών εθνικών καταβολών και πνευματικοτήτων που, όμως, συνομιλούν με την νοοτροπία των χαρακτήρων και φωτίζουν το ανθρώπινο μεγαλείο. Γεγονός πρωτότυπο, ασυνήθιστο και ιδιαίτερα ελκυστικό.

Η Βότκα μολότοφ επεκτείνει και επιταχύνει κι άλλο την κοκτέιλ υπόστασή της, καθώς δεν πρόκειται αυτούσιο έργο, αλλά για μια συρραφή από αυτοτελή νούμερα-σκετς που μέσα από τη νύξη απόλυτα σύγχρονων θεμάτων, όπως ο πειρασμός της καταξίωσης από έναν μαθητευόμενο, η διαπαιδαγώγηση των παιδιών, το γονεϊκό παράδειγμα, η διαχείριση της εφηβείας, οι εξαρτήσεις, ο μεγαλοϊδεατισμός, ο μικροαστισμός, η σχέση με το χρήμα, με τον χρόνο και κατ' επέκταση η σχέση του ίδιου του θεάτρου με τη ζωή και το αντίστροφο. Ο Χανιωτάκης δημιουργεί μια παράσταση ανοιχτή, γενικής δοκιμής, όπου η κωμωδία δεν είναι το κίνητρο, αλλά το πρόσχημα για να σερβιρίσει το ποτό της υπαρξιακής αγωνίας και της ανθρώπινης οντότητας.

Στο τωρινό της ανέβασμα με προεξάρχοντα τον έμπειρο θεατρικά και στιβαρό ερμηνευτικά Τάσο Χαλκιά στον ρόλο του αφηγητή που αποδεικνύεται ιδανική επιλογή για να ζωντανέψει τη φιγούρα του Τσέχωφ, ξεχωρίζουν οι Βίβιαν Κοντομάρη, Παναγιώτα Βιτετζάκη, Ιωάννης Απέργης, Γιούλη Τσαγκαράκη ενώ τίμια ακολουθούν οι Χάρης Χιώτης και Πάνος Σταθακόπουλος.
(Η κ. Γερονικολού , δεν συμμετείχε στην παράσταση που παρακολουθήσαμε και αντικαταστάθηκε εσωτερικά από τον θίασο).

Συμπερασματικά, η Βότκα Μολότοφ είναι μια παράσταση που δεν υπόσχεται πολλά, δεν κάνει την μεγάλη έκπληξη, αποτελεί όμως σίγουρα κάτι το διαφορετικό, στην θεατρική μονοτονία και ξεχωρίζει κυρίως γιατί διαθέτει εκρηκτικά νιάτα που διατηρούν το «φοιτητικό μεράκι» για παίξιμο. Πολύ περισσότερο τώρα, που μας κυριεύει η αίσθηση ότι κάτι λείπει από το θέατρο, η αγάπη για την υπηρέτησή του οφείλει να είναι αισθητή, χωρίς να καμώνεται ή να πλασάρεται απλώς για τα μάτια του θεατή.

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος, Κριτικός του θεάτρου,
Μέλος του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Θεατρολόγων (Π.Ε.ΣΥ.Θ.)
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος

Δωδέκατη Νύχτα, του William Shakespeare. Στον ουρανό του καλού θεάτρου


Την συναισθηματική κωμωδία «Δωδέκατη Νύχτα ή Ό,τι θέλετε» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (πρωτότυπος τίτλος: Twelfth Night, or What You Will) αναλαμβάνει να παρουσιάσει ανά την Ελλάδα ο πολυσήμαντος για το θέατρο, κύριος Γιώργος Κιμούλης. Η δωδέκατη νύχτα (περ. 1601-02) αποτελεί την 13η από τις κωμωδίες του Άγγλου ποιητή και συγγραφέα και παρακολουθεί την περιπέτεια μιας νεαρής γυναίκας που ναυαγεί αλλά επιβιώνει στις ακτές της Ιλλυρίας και μεταμφιέζεται σε άνδρα – ευνούχο για να μπορέσει να διεκδικήσει τον έρωτα. Ένα έργο για την αξία της επιθυμίας, τις διαβαθμίσεις της μέσα μας, την προσαρμογή της στις ανθρώπινες περιστάσεις αλλά και την αστάθεια των φύλων που μπορεί να μας ορίζουν, αλλά δεν μας προσδιορίζουν πάντα.

Η Δωδέκατη νύχτα είναι η τελευταία νύχτα των εορτών των Χριστουγέννων, όπου όλα τα ανεπίτρεπτα γίνονται επιτρεπτά. Γράφτηκε με στόχο να συμπεριληφθεί στις πανηγυρικές τελετές. Γεγονός που κάνει το έργο να έχει αμιγώς διασκεδαστικές και ψυχαγωγικές προθέσεις, χωρίς όμως να σημαίνει ότι στερείται σημαντικότητας περιεχομένου. Ο Σαίξπηρ μπορεί να απελευθερώνει και ν’ απελευθερώνεται στο γιορτινό πλαίσιο της ατμόσφαιρας που καθορίζει το έργο του, έχει όμως εξασφαλίσει το εφαλτήριο να μιλήσει για την ανθρώπινη φύση, την κρίση ταυτοτήτων, την ανοησία και την ασυνεννοησία της εξουσίας, την κατανόηση-αποδοχή του διαφορετικού και την υποχρεωτική ανάγκη να προσδοκούμε τις πολυδιάστατες μορφές του έρωτα για να κρατιόμαστε ζωντανοί, επιβιώνοντας από τα συναισθηματικά μας ναυάγια.

Ο Γιώργος Κιμούλης, στήνει μια υποδειγματική παράσταση με υπέροχη αρμονία που ανοίγει από το πρώτο κιόλας λεπτό την θεατρική μας όρεξη γιατί είναι φτιαγμένη με τα ακριβά υλικά της απλότητας, της ευρυθμίας, της σκηνικής οξυδέρκειας και της ευελιξίας που σπάνια συναντώνται πλέον στα θεατρικά πειράματα. Ίσως εκεί κερδίζει πάντα το κοινό του ο Κιμούλης: δεν αντιμετωπίζει ποτέ την συνθήκη του θεάτρου ως πείραμα, αλλά ως ολοκληρωμένη πρόταση που την αρθρώνει πολυτάλαντα και χαρισματικά καθαρά απέναντι στην δυσλεξία που χαρακτηρίζει το θέατρό μας τα τελευταία χρόνια. Ένα άλλο, επίσης σημαντικό, στην κατά Κιμούλη ανάγνωση της Δωδέκατης Νύχτας είναι ότι αποφεύγει να ανεβάσει το έργο με την σοβαροφάνεια που συνηθίζεται να αντιμετωπίζονται οι κωμωδίες των κλασικών. Αφήνει το έργο στο είδος του, κάνει κωμωδία με τους καλύτερους όρους -πηγαίας εμπειρίας- και αναδεικνύει το στίγμα της ευζωίας που πρεσβεύει ο ρόλος του θείου Σερ Τόμπι με αμεσότητα, βαθιά υποκριτική γνώση της θεατρικής ταχύτητας και της κατάρτισης του αυθορμητισμού. Απόλυτα συγκεντρωμένος και δοσμένος στην οπτική του, μας δίνει την χρυσή ευκαιρία να αφεθούμε στην μαγεία αυτού του ειλικρινώς παιχνιδιάρικου έργου.

Δίπλα του η Άννα Μονογιού η οποία αποτελεί την έκπληξη της παράστασης, ξεπερνά τον εαυτό της επί σκηνής και μοιράζεται τον κεντρικό ρόλο της Βιόλας/Σεζάριο (και του Σεμπάστιαν) με αξιοθαύμαστο ελιγμό και φανταστική εξωστρέφεια.  Απόλυτα εντυπωσιακή και δωρική Λίλη Τσεσματζόγλου στο ρόλο της Ολίβιας που κατακτά την σκηνή με το ταλέντο της και την ευφάνταστη λεπτότητα της ερμηνείας της. Άξια και η πάντα πληθωρική Σοφία Βογιατζάκη στο ρόλο της Μαρίας, που αποδίδεται με ετοιμότητα και εντιμότητα. Σταθερά κρατούν τον κλιματισμό της παράστασης οι: Σταύρος Καραγιάννης, Τζώρτζης Παπαδόδόπουλος, Κώστας Κοράκης, Γιώργος Τσουρουνάκης και ο Γιώργος Ζιόβας στο ρόλο του ηλίθιου Σερ Άντιου ενώ με βεβαιότητα ξεχωρίζουν οι Χρήστος Μουστάκας στο ρόλο του τρελού, ο οποίος κρατάει με γλύκα και το τραγουδιστικό μέρος της παράστασης, και βεβαίως ο πολύ αξιόλογος Άρης Τρουπάκης στο ρόλο του Μαλβόλιο που κερδίζει φανερά τις εντυπώσεις. Οι στίχοι και μουσική του Διονύση Τσακνή βοηθούν σημαντικά την αίσθηση της παράστασης, καθώς είναι πρωτοποριακά νοσταλγικά, ατμοσφαιρικά, εφιστούν  την δέουσα προσοχή μας και εξηγούν πολλά από τα αποσιωπητικά των σκηνών. Τα σκηνικά της Φαίης Παπαδοπούλου, δένουν απόλυτα με τα κοστούμια της Μαρίας Νικολαΐδου και τους φωτισμούς του Θανάση Ντέμκο.

Εν κατακλείδι, η Δωδέκατη νύχτα είναι μια παράσταση συνόλου, από τις καλύτερες – αν όχι η καλύτερη– στο πολύπαθο και αρκετά προβλέψιμο θεατρικό καλοκαίρι του 2023.
Ο Γιώργος Κιμούλης βγαίνει με γεμάτο το φεγγάρι της σκηνικής του ευφυΐας στον ουρανό του καλού θεάτρου, καθοδηγώντας μια αξιόλογη ομάδα γνήσιων θεατρίνων που παίζουν με το όνειρο, την φαντασία, την ουτοπία, χαρίζουν γέλιο ψυχής και δημιουργούν το αγνό παραμύθι που έχει ανάγκη η χυδαία εποχή που ζούμε όπου η μετριότητα έχει γίνει  πλεονέκτημα και η δειλία κατόρθωμα. Μια εποχή που άλλο θέλουμε, άλλο λέμε πως θέλουμε, άλλο είμαστε, άλλο θέλουμε να είμαστε και άλλο γινόμαστε τελικά.

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος, Κριτικός του θεάτρου
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος

«Η Συνάντηση» με τον απομονωμένο εαυτό


«Η συνάντηση» (πρεμιέρα Νέα Υόρκη, 2004) του Stephen Belber είναι ένα έργο για τον χρόνο και το πως κυλά, πως ελίσσεται και εξελίσσεται ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτόν. Το παρελθόν συναντά το παρόν, καθορίζει το μέλλον και μοιράζεται το «πλήρωμα του χρόνου» δοκιμάζοντας τις ευθύνες των πράξεών του. Ο Αμερικανός συγγραφέας κάνει λόγο για τα διλλήματα μοναξιάς μέσα σ’ αυτά τα τρία χρονικά στάδια. Πότε η μοναξιά είναι επιβολή; Πότε είναι προσωπική επιλογή και ποια τελικά η διαφορά ανάμεσα στον εκούσιο ή ακούσιο εγκλεισμό των ανθρώπων; Μέσα απ' την αναπόφευκτη «συνάντηση» ενός ομοφυλόφιλου ηλικιωμένου χορογράφου με το παρελθόν και πολύ περισσότερο με τον απομονωνόμενο εαυτό του, ως θεατές, ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολλών ειδών συναντήσεις: συναντούμε την μοναχικότητα του καλλιτέχνη, την ευαισθησία της διαφορετικότητας, την αποξένωση της επιθυμίας. Συναντούμε την όρεξη της ψυχής και ταυτόχρονα ένα ανόρεκτο γερασμένο σώμα που πια δεν επιθυμείται, αλλά ακόμα επιθυμεί, τουλάχιστον «εγκεφαλικά». Συναντούμε τα λάθη του παρελθόντος που δεν διορθώνονται, αλλά πάντα ορθώνονται μπροστά μας. Συναντούμε την ελπίδα και την άμεση ματαίωσή της. Την βίαιη εξουσία της μοίρας που, θέλοντας και μη, υπομένουμε αλλά και την τρυφερότητα της ύπαρξης που δηλώνεται μέσα απ’ την ανάγκη του μοναχικού ανθρώπου να μετέχει στο πλήθος.

Η παράσταση του Γιώργου Κιμούλη είναι  πνευματικής σημασίας. Γιατί όσα προκύπτουν ως αποστάγματα και συμπεράσματα από το έργο, δεν οφείλονται (μόνο) στον συγγραφέα, αλλά  στο διανοητικό και υποκριτικό του εκτόπισμα. Η μετάφραση και η σκηνοθεσία του, έχουν στοιχεία της καθαρά δικής του πνευματικότητας. Καταφέρνει να επικοινωνήσει ευρέως ένα μέτριο ή, πιο ορθά, «περιορισμένο» έργο το οποίο σώζεται λόγω της δικής του συγ-κατάθεσης. Αμφιβάλλω αν έργο θα είχε την ίδια θεατρική δυναμική χωρίς τον Κιμούλη στο τιμόνι. Ο ίδιος το οδηγεί, ο ίδιος το «φέρνει κάτω» και το μετατρέπει σε καλλιτεχνικό γεγονός. Όπως όλες οι παραστάσεις που αναλαμβάνει, έτσι και η «Συνάντηση», έχει ταυτότητα, στίγμα και θέση. Στην ερμηνεία του δίνει μια άκρως ρεαλιστική εικόνα του ήρωά του. Είναι πολύ δύσκολο να κλείσεις τον Κιμούλη σε παραγράφους, αφού πράττει την τέχνη του, ανοιχτά – χωρίς αγκύλες. Το όραμά του συμπληρώνουν ικανά επί σκηνής οι Άννα Μονογιού, Στάθης Παναγιωτίδης καθώς και οι λοιποί συντελεστές: Διονύσης Τσακνής (μουσική), Σοφία Νικολαΐδη (σκηνικά-κοστούμια), Θύμιος Γουδέλης (φωτισμοί) και Τάσος Σπυρόπουλος (φωτογραφία).

Ο Κιμούλης για όσους γνωρίζουν από θέατρο, είναι ένας ηθοποιός-δημιουργός. Δεν διεκπεραιώνει, ούτε τελεσφορεί, δημιουργεί. 
Παράσταση την παράσταση. Γι’ αυτό και δεν πλαστογραφείται η υποκριτική του υπογραφή. 

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος, Κριτικός του θεάτρου
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος

Θέλω να σου κρατάω το χέρι, του Τάσου Ιορδανίδη. Μια δυνατή παράσταση για αδύναμους ανθρώπους.


Ο Τάσος Ιορδανίδης, στην πρώτη συγγραφική του απόπειρα, έγραψε το 2021 ένα νεοελληνικό σύγχρονο έργο για δύο, ορμώμενος από το τραγούδι των Beatles, I want to hold your hand, επιχειρώντας να μιλήσει για το πλέον διχοτομημένο μαζί που δοκιμάζεται και αποπειράται να ενώσει τα κομμάτια του. Δύο άνθρωποι υπό διαμόρφωση, ώριμα κι συνειδητοποιημένα έρμαια μιας πατέντας, κάνουν ανατομία στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, βγάζουν το σώμα του έγγαμου και οικογενειακού βίου προς επεξεργασία, αναλύουν τις τριβές, τις προστριβές και ψάχνουν τη δική τους καινοτομία για την αντοχή στην υπόσχεση, την επικράτηση της σπίθας του έρωτα, αλλά και την πραγματική ουσία ενός ζευγαριού: τη συντροφικότητα.

Καθαρή η πρόθεση ενός γνώριμου θέματος, αλλά πάντα σύγχρονου. Έτσι κι αλλιώς οι ανθρώπινες σχέσεις δεν ήταν, ούτε θα γίνουν ποτέ τετριμμένες. Ο Ιορδανίδης κάνει μεγάλη εντύπωση για την σκοπιά που φυλάει στο έργο του ακριβώς επειδή, εδώ, δεν είναι μόνο υποκριτικό όργανο, αλλά και δημιουργικό πνεύμα. Βλέπει το έργο και από τις δύο πλευρές, εξερευνώντας άριστα την γυναικεία ψυχολογία, την ανδρική ευθιξία, αλλά και όλη την επώδυνη διαδρομή ως την κοινή ανάσα των δύο φύλων, μέσα απ’ την προσωπική τους σκληρότητα κι ευαισθησία το καθένα. Ο ηθοποιός και συγγραφέας του βραβευμένου έργου (πρώτο  θεατρικό βραβείο νεοελληνικού έργου στα  θεατρικά βραβεία κοινού all4fun) έχει φτιάξει το σκεύασμα από τα βιώματα, τα λάθη, τα πάθη, τα δίκαια και τ' άδικα και παρουσιάζει ένα έργο με ψαχνό που τσακίζει κόκκαλα! Ένα έργο με μια αξιοθαύμαστη ποιητική ωμότητα που το κάνει ιδιαίτερο και πολύ οικείο.

Ο Τάσος Ιορδανίδης δεν σε συγκινεί απλώς με την ερμηνεία του ρόλου του, σε σφάζει με θεατρικό σπαθί! Αυτό με το οποίο κερδίζει επάξια όλα αυτά τα χρόνια το στοίχημα που λέγεται «σανίδι». Αυτός ο άνθρωπος είναι γεννημένος για το θέατρο! Δεν του φτάνει η σκηνή, περισσεύει πάντα προς τα πάνω, πάντα ανοδικά και κυρίως ταπεινά! Η πάντα άμεσα κερδισμένη στην περίπτωσή του είναι η ίδια η υποκριτική τέχνη που με δέος κι έμπνευση εκπροσωπεί. Εδώ, παίζει το έργο σαν γονιός. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από κάθε άποψη. Και δεν υπάρχει κάτι πιο αληθινό και πιο συγκινητικό πέρα ή πάνω απ' αυτό. Όλα όσα είναι εντός του, από τα συναισθήματα, τα παθήματα, μέχρι τις ελπίδες ή τις ματαιώσεις, ξεφυτρώνουν από μέσα του σαν ανυπεράσπιστα παιδιά που κάνει τα πάντα για να τα υπερασπιστεί. Όχι μόνο «με νύχια και με δόντια», αλλά με όλο του το σώμα. Γιατί αυτός ο σημαντικός ηθοποιός δεν βάζει, μόνο πλάτη, δεν καταθέτει μόνο ψυχή, αλλά παραδίδει και το σώμα του. Παίζει συγκλονιστικά με το νευρικό του σύστημα και μας συστήνει πόσο πολύτιμο είναι το να μην ξέρεις τα όριά σου ή μάλλον να τα ανακαλύπτεις σε κάθε παράσταση από την αρχή!

Η Θάλεια Ματίκα ως σκηνοθέτις τα καταφέρνει πολύ ωραία και χωρίς ασήκωτες επιδείξεις, όπως συνηθίζεται από τους φερόμενους ως σκηνοθέτες, αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις πίσω απ' τα βαριά βλέμματα των ρόλων. Ξεκινώντας από τον συμβολισμό του προσωρινού που κρύβει ο τόπος δράσης του έργου -ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής- στήνει μια παράσταση με «αντικείμενα» εύστοχων λήξεων: τα τσιγάρα, επί παραδείγματι, είναι καταδικασμένα να τελειώσουν. Τα ποτά στα ποτήρια το ίδιο. Επιπλέον η Ματίκα αντιμετωπίζει τους ρόλους ίσα, με την ίδια δύναμη, αλλά σε διαφορετικά σημεία. Ούτως ώστε, ο καθένας απ' αυτούς, να έχει μερίδιο και δικαίωμα στο ξέσπασμα. Ως ηθοποιός, φανερά ώριμη, ερμηνεύει με αξιοπρέπεια και πολλή προσοχή, χωρίς να την εκβιάζει. Η επιφύλαξη είναι το κυριότερο «υλικό» στο ρόλο της και μ' αυτό ακριβώς ντύνεται και δίνεται απολύτως γήινα!

Οι μουσικές επιλογές της σκηνοθέτιδoς συνεισφέρουν καταλυτικά στην ατμόσφαιρα με κεντρικό σάουντρακ το I want to hold your hand που έδωσε τον ομώνυμο τίτλο της παράστασης στα ελληνικά.Τα σκηνικά της Ηλένιας Δουλαδήρη είναι εξαιρετικά. Απογειώνουν την αίσθηση και το αίσθημα του έργου. Τα κοστούμια της ίδιας, αποτυπώνουν την καθημερινότητα που θίγει το κείμενο. Οι φωτισμοί της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη, χαμηλώνουν και δυναμώνουν στο κατάλληλο σημείο, υπογραμμίζοντας το φως ή το σκοτάδι που πρέπει να καλύψουμε ή να ανακαλύψουμε.

Το Θέλω να σου κρατάω το χέρι είναι μια δυνατή παράσταση για αδύναμους ανθρώπους από δύο ολοκληρωμένους καλλιτέχνες. Φωτεινή ένδειξη ελπίδας, το γεγονός ότι το έργο ανήκει στο ελληνικό μας δραματολόγιο που πάσχει και από προθέσεις και από ιδέες αλλά και από ρίσκο. Είναι μια παράσταση πλήρως αληθινή, καθόλου στημένη, απαλλαγμένη από ευκολίες. Είναι, ταυτόχρονα, μάθημα υποκριτικής αλλά και απόλυτου σεβασμού προς το κοινό. Ειδικά τώρα, που το θέατρο δείχνει να είναι σε σύγχυση και να χάνει το δρόμο του, ο Ιορδανίδης και η Ματίκα, ισιώνουν ξανά την άσφαλτο, μαγεύοντας το κοινό τους. Και το λέω με συνείδηση. Γιατί εδώ και καιρό, το θέατρο κοιτάει πως να μαζεύει κοινό και όχι πως να το μαγεύει. Ευτυχώς, οι άξιοι ηθοποιοί μας εδώ, είναι από την σωστή πλευρά του θεάτρου. Εύχομαι αυτή η παράσταση να μακροημερεύσει και να συνεχίσει δηλώνει ατρόμητα την επιθυμία της στο Θέατρο Άλφα - Ληναίος-Φωτίου και όχι μόνο.

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος, Κριτικός θεάτρου
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος 


Μπαμπάδες με ρούμι, των Παπαθανασίου-Ρέππα. Η υπογλυκαιμία της απληστίας



Η θρυλική κωμωδία, με την πάντα επίκαιρη ιστορία της κερνάει στο βάθος της πικρές αλήθειες, παρά την γλύκα του τίτλου της. Το ευρηματικό έργο των Παπαθανασίου και Ρέππα θίγει την υπογλυκαιμία της απληστίας που χτυπάει τον ανθρώπινο εγκέφαλο στα ξαφνικά και ισοπεδώνει τα πάντα για να ικανοποιήσει την παραδόπιστη και φυλάργυρη εμμονή της: Φραγμούς, όρια, ήθη, δεσμούς. Φωτογραφίζοντας, έτσι, την ηθική διαφθορά που καλπάζει, οραματίζεται κι εγκλειματεί. Μέσα από την ελαφρότητα της κωμωδίας, ανοίγει την διαθήκη της πεθαμένης ευαισθησίας μας που δεν μετράει τίποτε ως αξια παρά μόνο σε χρήμα. Οι συγγραφείς δημιούργησαν έξι ρόλους συμφεροντόλογους που ξυπνάνε μόνο όταν η εντιμότητα κοιμάται. Ξυπνάνε κάθε φορά που μια εποχή παρακμάζει, φτηναίνει και βυθίζεται σε έξοδα και αδιέξοδα. Είναι ρόλοι καλομαθημένοι που έχουν σημαία την εποχή της ελεύθερης παράβασης. Τότε που μπορούσες να αποθρασύνεσαι με άνεση, χωρίς καμιά κρίση συνείδησης, αλλά με πονηριά. Αυτή τη βουλιμία καυτηριάζει. Εκθέτει την δαιμόνια άτιμη συμπεριφορά που πρυτανεύει με χτυπήματα κάτω απ' την ανθρώπινη ζώνη, καταβαραθρώνοντας ιερά και όσια, που ως ιδιοσυγκρασίες δεν μας περισσεύουν, λείπουν φανερά, αλλά όσο κι αν λείπουν δεν τις αναζητάμε. Διότι πάντα προτιμούμε την γλυκόζη της ξεδιάντροπης παρανομίας. Προτιμούμε το χρήμα στο λαιμό μας, παρά το κρίμα των ενεργειών μας.

Ο θίασος  με πρωταγωνιστές τους Βίκυ Σταυροπούλου, Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, Κώστα Κόκλα, Μαρία Λεκάκη, Σοφία Βογιατζάκη και Τζόυς Ευείδη, δυναμικός, έντονος, πηγαίος με κοινούς κώδικες, απόλυτα ταιριαστός, κορυφαίας κωμικής φλέβας. Η σκηνοθεσία του διδύμου, κρατάει τη σπιρτάδα που τους διακρίνει, πριμοδοτώντας παράλληλα το ίδιο το έργο τους. Τα σκηνικά του Παντελιδάκη, με εντυπωσιακή γνησιότητα, βοηθούν το έργο σε μια προσεγμένη παραγωγή. Τα κοστούμια της Έβελυν Σιούπη, αέρινα όπως πάντα. Οι φωτισμοί του Τζιόγκα ακριβείς, οι φωτογραφίες του Καλφαμανώλη πηγή πρόσκλησης των θεατών στην αίθουσα.

Την ώρα που η κωμωδία εκπνέει και δεν μας εμπνέει, την ώρα που το αστείο δείχνει να έχει χάσει το νόημα με το τάιμινγκ να αποδίδεται όλο και περισσότερο "σχετικό", οι μετρ του είδους Παπαθανασίου-Ρέππας, επιστρέφουν 26 χρόνια μετά στο Αλίκη με ένα απ' τα έργα που τους καθιέρωσαν. Οι καλοφτιαγμένοι "Μπαμπάδες με ρούμι" κρύβουν στο σιρόπι και το δηλητήριό τους την αρμόδια συνταγή για γέλιο, με σύνεση, αξιοπρέπεια, αλλά  και υποδόριο προβληματισμό.

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος, Κριτικός θεάτρου
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος