«Η Συνάντηση» με τον απομονωμένο εαυτό


«Η συνάντηση» (πρεμιέρα Νέα Υόρκη, 2004) του Stephen Belber είναι ένα έργο για τον χρόνο και το πως κυλά, πως ελίσσεται και εξελίσσεται ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτόν. Το παρελθόν συναντά το παρόν, καθορίζει το μέλλον και μοιράζεται το «πλήρωμα του χρόνου» δοκιμάζοντας τις ευθύνες των πράξεών του. Ο Αμερικανός συγγραφέας κάνει λόγο για τα διλλήματα μοναξιάς μέσα σ’ αυτά τα τρία χρονικά στάδια. Πότε η μοναξιά είναι επιβολή; Πότε είναι προσωπική επιλογή και ποια τελικά η διαφορά ανάμεσα στον εκούσιο ή ακούσιο εγκλεισμό των ανθρώπων; Μέσα απ' την αναπόφευκτη «συνάντηση» ενός ομοφυλόφιλου ηλικιωμένου χορογράφου με το παρελθόν και πολύ περισσότερο με τον απομονωνόμενο εαυτό του, ως θεατές, ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολλών ειδών συναντήσεις: συναντούμε την μοναχικότητα του καλλιτέχνη, την ευαισθησία της διαφορετικότητας, την αποξένωση της επιθυμίας. Συναντούμε την όρεξη της ψυχής και ταυτόχρονα ένα ανόρεκτο γερασμένο σώμα που πια δεν επιθυμείται, αλλά ακόμα επιθυμεί, τουλάχιστον «εγκεφαλικά». Συναντούμε τα λάθη του παρελθόντος που δεν διορθώνονται, αλλά πάντα ορθώνονται μπροστά μας. Συναντούμε την ελπίδα και την άμεση ματαίωσή της. Την βίαιη εξουσία της μοίρας που, θέλοντας και μη, υπομένουμε αλλά και την τρυφερότητα της ύπαρξης που δηλώνεται μέσα απ’ την ανάγκη του μοναχικού ανθρώπου να μετέχει στο πλήθος.

Η παράσταση του Γιώργου Κιμούλη είναι  πνευματικής σημασίας. Γιατί όσα προκύπτουν ως αποστάγματα και συμπεράσματα από το έργο, δεν οφείλονται (μόνο) στον συγγραφέα, αλλά  στο διανοητικό και υποκριτικό του εκτόπισμα. Η μετάφραση και η σκηνοθεσία του, έχουν στοιχεία της καθαρά δικής του πνευματικότητας. Καταφέρνει να επικοινωνήσει ευρέως ένα μέτριο ή, πιο ορθά, «περιορισμένο» έργο το οποίο σώζεται λόγω της δικής του συγ-κατάθεσης. Αμφιβάλλω αν έργο θα είχε την ίδια θεατρική δυναμική χωρίς τον Κιμούλη στο τιμόνι. Ο ίδιος το οδηγεί, ο ίδιος το «φέρνει κάτω» και το μετατρέπει σε καλλιτεχνικό γεγονός. Όπως όλες οι παραστάσεις που αναλαμβάνει, έτσι και η «Συνάντηση», έχει ταυτότητα, στίγμα και θέση. Στην ερμηνεία του δίνει μια άκρως ρεαλιστική εικόνα του ήρωά του. Είναι πολύ δύσκολο να κλείσεις τον Κιμούλη σε παραγράφους, αφού πράττει την τέχνη του, ανοιχτά – χωρίς αγκύλες. Το όραμά του συμπληρώνουν ικανά επί σκηνής οι Άννα Μονογιού, Στάθης Παναγιωτίδης καθώς και οι λοιποί συντελεστές: Διονύσης Τσακνής (μουσική), Σοφία Νικολαΐδη (σκηνικά-κοστούμια), Θύμιος Γουδέλης (φωτισμοί) και Τάσος Σπυρόπουλος (φωτογραφία).

Ο Κιμούλης για όσους γνωρίζουν από θέατρο, είναι ένας ηθοποιός-δημιουργός. Δεν διεκπεραιώνει, ούτε τελεσφορεί, δημιουργεί. 
Παράσταση την παράσταση. Γι’ αυτό και δεν πλαστογραφείται η υποκριτική του υπογραφή. 

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος, Κριτικός του θεάτρου
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος