Ματωμένος γάμος, του Λόρκα. Η δυσφορία φορούσε μαύρα

 


Ένα από τα τρία έργα της λεγόμενης ”Ισπανικής υπαίθρου” (τα άλλα δυο είναι η ”Γέρμα” και ”Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”.) του Λόρκα επέλεξε ν' αναμετρηθεί η εταιρεία θεατρικής παραγωγής 'ΜΥΘΩΔΙΑ' σε  μετάφραση Ν. Γκάτσου, σκηνοθεσία Ν. Χανιωτάκη, μουσική Α. Ιωαννίδη, σκηνικά-κοστούμια Α. Μουστάκα, χορογραφίες-κίνηση Φ. Νταϊόγλου, φωτισμούς Ν. Βούλγαρη. Στους ρόλους του έργου οι: η Μαρία Τζομπανάκη, Μάνα,  η Μαρία Χάνου, Νύφη, ο Νίκος Πουρσανίδης   τον   Λεονάρδο,  ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης τον Γαμπρό  ο Γιάννης Καλατζόπουλος τον  Πατέρα της Νύφης, η Χριστίνα Τσάφου την Πεθερά, η Μαριάννα Πολυχρονίδη   την Γυναίκα του Λεονάρδο, ο Κώστας Βασαρδάνης  το  Φεγγάρι, η Ισιδώρα Δωροπούλου την  Ζητιάνα. Μαζί τους οι: Κώστας Κοράκης Ξυλοκόπος Α’, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος Ξυλοκόπος Β’,  Ιφιγένεια Μακρή Δούλα, Άννα Φιλιππάκη Κοριτσάκι. Ο λόγος για τον ”Ματωμένο Γάμο” ή ”Ματωμένα Στέφανα” (Bodas de Sangre-1932).

Η παράσταση, με προεξαρχουσα την Μαρία Τζομπανάκη, στο θρυλικό ρόλο της Μάνας, διαλέγει μια ρηχή, εύκολη αντίληψη. Η Τζομπανάκη, δεν βυθίστηκε διόλου στην τραγική διαίσθηση του ρόλου της, αλλά ούτε και στο πένθος που διακρίνει ολόκληρο τον χαρακτήρα αυτής της ποιητικής τραγωδίας. Μια άνευρη, άχρωμη παρουσία, επαναπαυμένη φανερά  στις δάφνες της τηλεοπτικής της επιτυχίας, ίσα που βρέχει τα πόδια της με μια βαριεστημένη επιφανειακή διεκπεραίωση του ρόλου της. Δεν κάνει την υπέρβαση σε μια έτσι κι αλλιώς κακή παράσταση, που παραιτείται από το να δώσει ψυχή και δεν βουτάει επ' επουδενί στο θεατρικό αίμα που προτείνει ο συγγραφέας.

Στον ρόλο του γιου ο Ασπιώτης, που δεν ανταποκρίνεται με σκηνική στιβαρότητα, αλλά με μια ιδιόρρυθμη ανωριμότητα που δεν καρτεράς και φυσικά δεν αποδίδει. 

Στο ρόλο του Λεονάρντο, του παλαίμαχου αγαπητικού της νύφης -και ο μόνος ρόλος με όνομα στο έργο, για να αποσαφηνίσει ότι η "κατολίσθηση" έχει υπαίτιο- ο Πουρσανίδης, δεν επιλέγει τη γλώσσα της έντασης του ρόλου του, αλλά της  περίσσιας νευρικότητας.  Δεν δίνει έναν αποφασιστικό, διεκδικητικό νέο που φλέγεται από έρωτα και ρισκάρει γι' αυτόν. Ένας δρόμος αρκετά συγχυσμένος που ίσως ρόλος να το δικαιολογούσε, αν η υποκριτική διαδρομή ήταν η συναισθηματική φόρτιση  και όχι η τσίτα της στιγμής. Το πρωταγωνιστικό σχήμα ολοκληρώνει με την Χάνου στο ρόλο της Νύφης, που το υποστηρίζει καλά και μαζί με την Πολυχρονίδη που ξεχωρίζει από όλο τον θίασο, στο ρόλο της προδομένης εξαδέλφης, είναι ίσως οι μοναδικές, μέσα σ' αυτή την φτωχή αναμέτρηση του Ματωμενου Γάμου, που θυμίζουν θέατρο. Και πάλι όμως δεν καταφέρνουν να διασώσουν μόνες τους τη φήμη της παράστασης. 

Μετρημένη και η Τσάφου στο ρόλο της Πεθεράς. Εξίσου μετρημένος και ο Καλατζόπουλος, στον ρόλο του πατέρα της νύφης. Εύστοχος ο Βασαρδάνης στο ρόλο του φεγγαριού, άτοπο όμως το σκοτεινό περιβάλλον που τον όρισαν - ως φεγγάρι έπρεπε να εκπέμπει το φως κι όχι να το "κρύβει".

Οι υπόλοιποι ρόλοι είναι χορικοί, όπως και οι προαναφερθέντες, βέβαια. Διότι κανείς δεν αποφεύγει από το χύμα της παράστασης που πιθανόν ήταν ο κύριος άξονας μιας άπειρης ατμόσφαιρας. Γιατί το συνολικό υποκριτικό οικοδόμημα ήταν απότοκο ενός σκηνοθετικού οράματος που εξάντλησε την όποια θεατρική υπόσταση σ' ένα συναυλιακό μπούγιο. Γιατί η μεγαλύτερη ήττα στις πολλές που πετυχαίνει η συγκεκριμένη ανάγνωση του έργου είναι η "εξυπνάδα" να παρουσιάσει ένα μουσικό θρίαμβο οχλαγωγίας και όχι ένα δραματοποιημένο θρήνο.

Έχω την αίσθηση πως όλη η παράσταση κινήθηκε έτσι, με  μόνο σκοπό να αναδείξει την  ειλικρινά καθόλου καινοτόμα, σχεδόν ανοίκεια μουσική του Ιωαννίδη, αναφορικά πάντα με την παράσταση.  Ένα φημισμένο έργο, με πολλές ουσιαστικές νύξεις, γίνεται παιγνιώδη παρωδία, μια γελοιογραφία που δεν σέβεται τον τραγικό εαυτό της .  Ούτε σε παρασύρει, ούτε σε συγκινεί, ούτε σε ψυχαγωγεί. Σε δυσφορεί σ' ένα κάτω του μετρίου σκηνικό ανέξοδο, "άδειο". 

Μπορεί η Περιφέρεια να διψάει για θέατρο, ακριβώς γιατί το στερείται, αλλά αν είναι να πληρώνει για να στερεύει ακόμα περισσότερο την προσδοκία του, σε ανάλογη περίπτωση απλά δεν θα ακολουθήσει την πηγή. Το θέατρο δεν είναι μόνο για να μας τραβάει στις πλατείες του, είναι και να μας τραβάει κι από το χέρι σε μια αποκάλυψη. Η εν λόγω παράσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί καν προσπάθεια για κάτι τέτοιο.  Ο μόνος για να παρακολουθήσει κανείς αυτή την πρόταση είναι για να επιβεβαιώσει για ακόμα μια φορά την μάστιγα του θεάτρου που λέγεται σκηνοθεσία. ή αλλιώς καμουφλαρισμένη άγνοια. Που δυστυχώς είναι ικανή να υπονομεύσει τα πάντα. Ακόμα και μια ιστορική μετάφραση. 

Εν κατακλείδι, ο "Ματωμένος γάμος" του θερινού 2022, που περιοδεύει ανά την Ελλάδα, δεν είχε ούτε την ευστροφία να βάψει το νυφικό του κόκκινο. Δεν τήρησε ούτε τον λόγο μα ούτε και τον συμβολισμό του. Πρόχειρος υπολογισμός μιας για μια παράσταση που θα πρέπει αν θέλει να συνεχίσει να κάνει σύντομα τον απολογισμό της. Τίποτα δεν εννοείται στο θέατρο. Γίνεται, συμβαίνει. Εδώ, απλά δεν έγινε. Απόν το συναίσθημα, απούσα και η ειλικρίνεια με το πεπρωμένο και το τραγικό της μοίρας. Δεν ένοιωθαν οι ηθοποιοί την οδύνη του ρόλους τους. Μόνο η δυσφορία φορούσε μαύρα, μάταια, γιατί  κι εμείς με την σειρά μας  δεν νιώσαμε στο ελάχιστο ούτε το αίμα, ούτε το "πένθος" που όφειλε να αναδυθεί και ν' αναδειχθεί.

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος, Κριτικός θεάτρου
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος