Η γυναίκα της Πάτρας, του Γ. Χρονά. Όταν η σκηνοθετική άποψη περισσεύει

Η γυναίκα της Πάτρας εκκινεί τις εντυπώσεις για παραπάνω από μια δεκαετία ως φήμη. Το έργο που έγραψε ή σωστότερα κατέταξε ο ποιητής και εκδότης Γ. Χρονάς το 1989, (το οποίο είχε δημοσιεύσει σε συνέχειες στο περιοδικό του «Οδός Πανός») με αφορμή μια σειρά συνεντεύξεων της ίδιας της Πανωραίας στον συγγραφέα. Ένας διαβόητος μονόλογος για την θεατρική πιάτσα, σε διάφορες σκηνές της Αθήνας, με πιο πρόσφατη την σκηνή του θεάτρου Πόλη, στην Πλατεία Βικτωρίας. Ένας διαβόητος μονόλογος που όπως γράφεται θεωρείτο το γεγονός της θεατρικής χρονιας κι άλλα μεγάλα υπόσχεται γυμνή αλήθεια, ελεύθερη γλώσσα χωρίς διόδια και περιορισμούς. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο, συγχωρεί τις μεγαλοστομίες και παραδέχεται όλα τα δεινά της περιγραφής της, συγχαίρει με τα μάτια του τον Γ. Χρονά που αναμφίβολα μέσα από την τέχνη του, υφαίνει σε απλά καθημερινά πρόσωπα το μεγαλείο της ζωής, αναδεικνύοντάς τα.Γιατί η Γυναίκα της Πάτρας, κατ' ουσίαν, απογειώνεται στο βιβλίο. Στο φυσικό της χώρο, εκεί που τα έργα καμιά φορά προστατεύονται και δεν εκτίθενται. Εκεί που κρατούν την αμύθητη αξία τους.

Θεατρικά όμως, η ίδια γυναίκα, πλέον με σάρκα και οστά, προσγειώνεται και μάλιστα απότομα. Μοιάζει άγουρη, δυσάρεστη και δυσανάλογη σε σχέση με την διήγηση/καταγραφή. Ένα πραγματικά κορυφαίο τραγικό πρόσωπο που όμως δεν πρόλαβε να μας πάρει μαζί του. Η Ελένη Κοκκίδου ενδίδει σε έναν υποκριτικό χείμαρρο που μπλέκει σε ηλεκτροφόρα καλώδια με αποτέλεσμα να βραχυκυκλώνει συχνά τη θεατρική διαδικασία κατά την διάρκεια της παράστασης, απλούστατα γιατί δεν υφίσταται ως τέτοια.

Το κείμενο, παρότι εξαιρετικό στον πυρήνα του, αδυνατεί. Δεν αντιμετωπίζεται ως έργο, ως αυτοτελής ισχυρισμός ενός μονολόγου. Αυτό είναι αρκετό αν και όχι το μόνο για να ξεκινήσουν μια σειρά από κατολισθήσεις: Η σοβαρή έλλειψη συνοχής μεταξύ των δραματοποιημένων παραγράφων που επιλέχθηκαν ως παραστάσιμο γεγονός: Παραπαίουν τα επί σκηνής συμβάντα, ζαλίζονται. Ο λόγος μοιάζει να πηγαινοέρχεται ασκόπως, χωρίς να κεντρίζει στο αναμενόμενο: Σε μια αφήγηση με αρχή, μέση τέλος. Σκηνές πολύ συγχυσμένες μεταξύ τους: Άλλες δυνατές, άλλες αδύναμες κι άλλες εντελώς άτοπες. Αυτός ο ίλιγγος κοστίζει φανερά στο όλο εγχείρημα γιατί η Πανωραία δεν γίνεται ρόλος τελικά. Παραμένει ένα πρόσωπο οργισμένο που καμαρώνει την μοίρα της και διατυμπανίζει τον κατατρεγμό της. Αυτό θα έπρεπε να απορρέει από μόνο του κι όχι να εκβιάζεται από σκηνής. Η ερμηνεία της Κοκκίδου, για την οποία βραβεύτηκε με το βραβείο Κοινού Αθηνοράματος και Καρόλου Κουν, αρκείται στο παραλήρημα της ηρωίδας της, με κραυγαλέο παροξυσμό. Είναι μια παράσταση επιθετική χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Θα μπορούσε ως ερμηνεία - ως σκηνοθετική απόπειρα να είναι πιο εσωτερική κι ας διέθετε πάλι την ανδρεία και την αθυροστομία της. Ας διέθετε τα τραγούδια που δεν απέδωσαν καρπούς. Ας υπήρχαν τα γαρύφαλλα. Οι χοροί. Το παραβάν, το κρεβάτι, ο αμίλητος κούκλος στην γωνία, οι αιφνιδιασμοί του μικροφώνου, το αρκουδάκι, η κρέμα προσώπου και το ξεφλουδισμένο πορτοκάλι. Ας υπήρχαν, αν είχαν λόγο, γιατί δεν είχαν. Δεν είχαν λόγο να καταχραστούν τον ενθουσιασμό μας. Οι προσδοκίες θα μπορούσαν να στεφθούν επιτυχώς, αν η σκηνοθετική άποψη λιγόστευε. Αλλά ίσως κι ο ηθοποιός να μην ευθύνεται απολύτως. Ίσως να πεθαίνει, μόλις αφεθεί στο σκηνοθέτη του. Η Λένα Κιτσοπούλου φτιάχνει μια πρόχειρη πρόταση, με σκηνικά και κοστούμια απροετοίμαστα, αραδιασμένα στον εν δυνάμει πλούτο της σκηνής -που δυστυχώς φτωχαίνει και πάει- και ασφυκτιά εντός της. Φοβάμαι πολύ όταν η ίδια η παράσταση δεν αγαπάει τον εαυτό της, γιατί τότε δεν θα την αγαπήσει ούτε ο θεατής.

 Ως πότε η πινελιά, θα είναι το άλλοθι για την φτώχεια του θεάτρου; Ως πότε μια τροχήλατη καρέκλα γραφείου θα διασχίζει την σκηνή ως η 'απόλυτη μέθεξη'; Ως πότε το "ποιοτικό" θα συμφιλιωθεί με το "εμπορικό" (ή το αντίθετο) και θα γίνει θέατρο καθαρότητας, θέατρο προθέσεως ανεξάρτητου 'κράτους'. Γιατί μάλλον αυτή είναι η εκλιπούσα: Η καθαρότητα. Κι αν όλα, ακόμα και μια αντικειμενική κριτική, είναι θέμα υποκειμενικότητας, ας πούμε κάτι χειροπιαστό και αντικείμενο: Αν η είσοδός μας στο θέατρο ισοδυναμεί με το αξιοπρεπές μεροκάματο ενός μέσου ανθρώπου, τότε το ζήτημα είναι στην τσέπη και όχι στην τέχνη. Όσα χιλιόμετρα κι αν κάνει ο ηθοποιός στο σανίδι, αν το έργο προτρέχει, χωρίς να προτρέπει, δεν μετράνε.

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Κριτικός θεάτρου
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος