Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός, των Τσιφόρου-Βασιλειάδη, δεν ψήλωσαν τον πήχη

 Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός δεν ψήλωσαν τον πήχη


Την κλασσική κωμωδία των Τσιφόρου - Βασιλεάδη "Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός", που γνωρίσαμε από τον Ελληνικό Κινηματογράφο του 1961 και πραγματεύεται το θέμα της απιστίας, παρουσιάζει σε περιοδεία ανά την Ελλάδα ο θιασάρχης Χάρης Ρώμας σε δική του ελεύθερη διασκευή και σκηνοθεσία, ενσαρκώνοντας τον κεντρικό ρόλο.
Η αλήθεια είναι ότι τα ανεβάσματα ελληνικών ταινιών στο θέατρο, δυστυχώς μας εκπλήσσουν σπάνια, ίσως γιατί γνωρίζουμε καλά το μύθο κι έχουμε καταναλωθεί πολλές φορές μπροστά στην ασπρόμαυρη εκδοχή τους. Επομένως οι έγχρωμες, θεατρικές και σύγχρονες προσεγγίσεις τους είτε πέφτουν μοιραία στο δυστύχημα της, σύγκρισης είτε της παραλλαγής με την πρόθεση να προκύψει ένα καινούργιο, φρέσκο και ανανεωμένο έργο - που δύσκολα ανταγωνίζεται το πρωτότυπο. Ίσως έχει συμβεί στο παρελθόν, η θεατρική επανεκκίνηση μιας ταινίας να την αναδείξει καλύτερα, αλλά η γενική εικόνα των ταινιών στο σανίδι, δεν αναγεννά τις προσδοκίες, απλώς τις συντηρεί εξαιτίας του ένδοξου κινηματογραφικού παρελθόντος της.

Η παράσταση του Χάρη Ρώμα κινείται στις γνώριμες κατευθύνσεις της κωμωδίας του -καθώς του οφείλουμε πολλά- μιας και ο ίδιος αποτελεί σημαντικότατο μέλος της κωμικής μας παράδοσης- θα μπορούσε να κάνει χρήση της μεγάλης εμπειρίας του. Προσπαθώντας όμως να διαφοροποιήσει αρκετά το έργο, αλλά και τον εαυτό του μέσα σ' αυτό, οι προσθήκες της διασκευής και της σκηνοθεσίας του, δεν πριμοδότησαν την παράστασή του.

Αναλυτικότερα:
Στον ρόλο του Κλέαρχου, που υπομένει την γυναίκα του και ανανεώνεται με φλερτ και ερωτικά τσαλίμια, ο Χάρης Ρώμας, προφανώς για να αποφύγει τη μίμηση ή ακόμα και την αναμενόμενη απόδοση ενός τέτοιου ρόλου, αποσυντόνισε την κεντρική ιδέα, δημιουργώντας ένα νέο "Κλέαρχο" οποίος μιλά με πολίτικη προφορά και Κωνσταντινουπολίτικα ιδιώματα. Ωραίο ως σύλληψη, αλλά ως εκτέλεση δεν προσφέρει. Μάλλον αφαιρεί κατά πολύ την ενέργειά του, οδηγώντας την εξέλιξη της παράστασης σε αδιέξοδα νοήματα. 
Στον ρόλο της Μαρίνας που αντιπαθεί το γαμπρό της, η Ευτυχία Φαναριώτη, η οποία αποτίναξε εντελώς το γνήσιο του ρόλου, ενώ από άποψη διασκευής, εμπλουτίστηκε με στοιχεία μεγαλομανίας και αρχοντοχωριατισμού, θυμίζοντας έντονα μιαν άλλη Μαντάμ Σουσού από το ομώνυμο έργο του Δ. Ψαθά, όπου η διασκευή αναμόχλευσε διάφορα στοιχεία της δραματουργίας του. Το παρουσιαστικό της, η ενδυματολογική κάλυψη, ο τρόπος που συμμαχούσε με την αίσθηση της μεγάλης ζωής, πρόδωσε το χαρακτήρα και επικεντρώθηκε σε άλλο έργο. 
Στον ρόλο του γαμπρού Μάχου, ο πάντα καλός Γιώργος Γαλίτης, ο οποίος προσπάθησε κωμικές εκρήξεις και μάλλον τις κατάφερε χωρίς να τις εκβιάσει, σε μια τίμια απόδοση του ρόλου. 
Στον ρόλο της πέτρας του σκανδάλου Λόλας, η σαγηνευτική Τάνια Τρύπη, κράτησε τόσο-όσο το θηλυκό της εκτόπισμα, σε μια προσέγγιση που βοηθήθηκε αρκετά από το κοστούμι της και την ερωτική κόκκινη περούκα της. Δίπλα στο κουαρτέτο των προαναφερθέντων πρωταγωνιστών ο Βαγγέλης Δουκουτσέλης στον ρόλο του Ντίμη που πολιορκεί στα κρυφά την Λόλα, σιγοντάρει την Μαρίνα και χορεύει τουίστ, με το τελευταίο να μην  ευδοκιμεί. Ο ίδιος εμφανίζεται και στον ρόλο του δικηγόρου Ασκαριώτη, που αποκτά μια σχετική θα λέγαμε σταθερότητα. 
Η Έυη Κολούλη, στον ρόλο της Πουλχερίας -η οποία εδώ είναι ανιψιά και όχι κόρη- έδωσε μια παραπανίσια διάσταση, ελαφρώς ενδιαφέρουσα, τονίζοντας εκτενώς τον σωματότυπό της, που χρησιμοποιήθηκε ως κωμική αφορμή.
 Η ενζενί Μαρία Κοκολάκη στον ρόλο μιας Αγγλίδας από την Ελλάδα που ξελογιάζει τον Μάχο παίζει σταθερά, διεκδικώντας την ασφάλεια του ρόλου.
Ο Αντώνης Καλομοιράκης, στο ρόλο του σερβιτόρου στο Λουτράκι, αποτελεί με βεβαιότητα τον άσσο της παράστασης, σε έναν ρόλο που επιμηκύνθηκε σημαντικά και πέτυχε.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Λαμπρινής Καρδαρά, κρατούν την ατμόσφαιρα και ενίοτε τη σώζουν. Με εξαίρεση το σκηνικό των νησιώτικων εξορμήσεων, που κάποια στιγμή μεταφέρει τη δράση,  το οποίο μοιάζει κάπως αφρόντιστο.
Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Χρήστου Παπαδόπουλου, είναι πάντα στα θετικά.
Οι χορογραφίες του Θοδωρή Πανά, δίνουν μια μπριόζα αίσθηση και εκφράζουν την ομαδικότητα της παράστασης, ιδίως στο φινάλε του έργου.
Οι σημαντικές μουσικές επιλογές στις μεγάλες παύσεις με το άρωμα του Μανώλη Χιώτη, μας ταξιδεύουν κατευθείαν στις μνήμες μας.

Εν κατακλείδι "Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός" είναι μια μέτρια προσπάθεια, που δεν δημιουργεί ιδιαίτερους αιφνιδιασμούς. Σε μια κομβική στιγμή που οι θεατές έχουν ανάγκη την πνευματικότητά τους, το λαϊκό θέατρο είναι απαραίτητο. Απαραίτητη όμως είναι και η προϋπόθεση να μας συντροφεύουν έργα που όχι μόνο θα έχουν, αλλά θα επιβάλλουν κάτι από την στόφα της της νοοτροπίας, της νοσταλγίας και της αθωότητάς μας. Ακόμα κι αν ελάχιστα το καταφέρνουν, οι παραγωγές ελληνικού κινηματογράφου στη θεατρική νεύρωση είναι περισσότερο λύση διάσωσης της παραγωγής, παρά δημιουργία. Θα ήταν καλό να επενδύσουμε πάλι στην λαϊκότητά μας με νέα έργα που θα μας κάνουν να γελάμε από έκπληξη και όχι από αμηχανία.

ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος, Κριτικός θεάτρου
Θεατρικός συγγραφέας, Ποιητής & Δοκιμιογράφος