Η Κάτια Δανδουλάκη διάλεξε μια δοκιμασμένη συνταγή σε ξαναζεσταμένη ατμόσφαιρα που ως επιλογή αδικεί τις σκηνικές αξιώσεις της, την καλλιτεχνική της υπόσταση και το ερμηνευτικό εύρος που αναμφίβολα διαθέτει. Κρατώντας τον πρώτο ρόλο της Φρανσουάζ, σύρει όλο το κάρο της παράστασης και είναι εντυπωσιακά εποικοδομητική με τον σκηνικό της χρόνο∙ δεν αφήνει λεπτό να φύγει κούφιο, ανέκφραστο, άνευρο. Παραμένει δυναμική στην εκφραστικότητα, με συναισθηματική ένταση και μια σαγηνευτική υπερβολή χειρονομίας, αλλά δεν καταφέρνει να δέσει με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες - προφανώς γιατί δεν δένουν εκείνοι μαζί της. Αυτή η αταίριαστη χημεία, ακόμα και σε σκηνικό εκτόπισμα, είναι εμφανής, διάχυτη και χωλαίνει στο συνολικό κύρος της απόδοσης: σα να περιμένεις μια έκπληξη που δεν έρχεται.
Ο Γιώργος Γεροντιδάκης στο διπλό ρόλο του νεαρού συζύγου και Δίδυμου αδελφού, συμμετέχει κάπως πιο μαχητικά στο πλευρό της ενώ εντελώς διεκπεραιωτικά συνεχίζουν η Άννα Μαρία Παπαχαράλάμπους στο ρόλο της αφοσιωμένης οικονόμου Αντέλ και η Πηνελόπη Αναστασοπούλου στο ρόλο της Βαρόνη Σαρντονί που δεν χρωματίζουν τους ιδιαίτερα ρόλους τους και αρκούνται απλώς στο να πουν τα λόγια τους για «προχωρήσει» το έργο. Ο Πάνος Σταθακόπουλος, αναλαμβάνει τις κωμικές στιγμές του έργου, σ' ένα έργο που τελικά δεν βγάζει γέλιο και υποκύπτει σ’ ένα τυποποιημένο μοτίβο της γενικότερης υποκριτικής του αντιμετώπισης.
Συμπερασματικά, είναι μια μέτρια παράσταση με δομή, κλιμάκωση χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Μπορεί να μην έχουμε την πολυτέλεια να «διαλέξουμε τον θάνατό μας», έχουμε όμως την πολυτέλεια να είμαστε περισσότερο απαιτητικοί από μια άνευρη παράσταση που του κλείνει το μάτι μυστηριωδώς.
Συμπερασματικά, είναι μια μέτρια παράσταση με δομή, κλιμάκωση χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Μπορεί να μην έχουμε την πολυτέλεια να «διαλέξουμε τον θάνατό μας», έχουμε όμως την πολυτέλεια να είμαστε περισσότερο απαιτητικοί από μια άνευρη παράσταση που του κλείνει το μάτι μυστηριωδώς.
ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Θεατρολόγος - Κριτικός του θεάτρου